ποτιστικός

ποτιστικός
-ή, -ό, Ν [ποτίζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα
2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία»)
3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες»)
4. (για καλλιεργήσιμη γη) αυτός που αρδεύεται («ποτιστικό χωράφι»)
5. το ουδ. ως ουσ. το ποτιστικό
ο λαχανόκηπος
6. φρ. «ποτιστική βροχή» — σιγανή και μακράς διάρκειας βροχή που ποτίζει τη γη σε βάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα: Ποτιστικό μηχάνημα. 2. για φυτά, αυτός που ποτίζεται για ν αναπτυχθεί: Ποτιστικές πατάτες. – Ποτιστικές ντομάτες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραγιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 473 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρων. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπαλχάρ. * * * η 1. τμήμα κήπου με άνθη ή λαχανικά που… …   Dictionary of Greek

  • περιβολάρικος — και περβολάρικος, η, ο, Ν [περιβολάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιβολάρη ή στο περιβόλι 2. (για φυτά) αυτός που προέρχεται από περιβόλι, που καλλιεργείται σε περιβόλι, κηπευτός, κηπευτικός, ποτιστικός …   Dictionary of Greek

  • πόσιμος — η, ο / πόσιμον, ον, ΝΜΑ, και πότιμος, Α (για υγρά και κυρίως για νερό) αυτός που πίνεται, ο κατάλληλος να τόν πιει κανείς (α. «πόσιμο νερό» β. «τὰ πότιμα ὕδατα») αρχ. (ο τ. πότιμος) 1. (για καρπό) εύγευστος («καρποὶ γλυκεῑς καὶ πότιμοι», Θεόφρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”