- ποτιστικός
- -ή, -ό, Ν [ποτίζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία»)3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες»)4. (για καλλιεργήσιμη γη) αυτός που αρδεύεται («ποτιστικό χωράφι»)5. το ουδ. ως ουσ. το ποτιστικόο λαχανόκηπος6. φρ. «ποτιστική βροχή» — σιγανή και μακράς διάρκειας βροχή που ποτίζει τη γη σε βάθος.
Dictionary of Greek. 2013.